πλησιοχώρους

πλησιοχώρους
πλησιόχωρος
adjacent
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ГАНГРСКИЙ СОБОР — Поместный Собор древней Церкви, созванный в Ганграх (греч. Γάγγραι; пров. Пафлагония, диоцез Понт) в IV в. Причиной созыва Собора стали нестроения в церковной жизни, вызванные деятельностью нек рых аскетических общин, находившихся под влиянием… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”